- παντάπρωτος
- -ώτη, -ον, Α(ως τιμητικός τίτλος στη Σπάρτη) ο πάντοτε πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντῃ / πάντα + πρῶτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek